Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

"Ομπίρ Νιάτα μ’"



«Ομπίρ Νιάτα μ’» Μια φράση παράξενη που είναι βαθειά χαραγμένη μέσα στο νου ενός  ανθρώπου που περνάει το κατώφλι των 40.
  Ταξιδέψτε μαζί μου πίσω στο χρόνο περίπου 3 δεκαετίες για να σας δώσω να καταλάβετε την ιστορία αυτής της φράσης.....
   Το μικρό παιδί γαντζωμένο στο παράθυρο του λεωφορείου με την μυτούλα του να ακουμπάει στο κρύο τζάμι, προσπαθεί να συγκρατήσει της εικόνες του τοπίου που τρέχουν απ’ έξω. Ανάμεσα στα πλατάνια και το ποτάμι προσπαθεί να βρει το σημάδι που θα του επιβεβαιώσει ότι σε λίγο φτάνει στη στάση που πρέπει να κατεβεί.
 Μία ακόμα μεγάλη στροφή και τώρα αντικρίζει αριστερά την γέφυρα τις Μενίνας... πετάγεται και επίμονα τραβάει το χέρι της Μαμάς του. Προσπαθεί να είναι αυτός, πριν από τον αδερφό του που θα κτυπήσει το κουδούνι για την στάση. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα το λεωφορείο του ΚΤΕΛ σταματά. Από αυτό το σημείο ο αυτοκινητόδρομος, αρχίζει να ελίσσεται σαν φίδι για να συναντήσει την Πλακωτή και να συνεχίσει μέχρι τα Γιάννενα. Ο μικρός κατεβαίνει βαδίζει μέχρι την στροφή, περνά κάτω από το μεταλλικό κρηπίδωμα και ακολουθεί το μικρό μονοπάτι που αρχίζει να κατηφορίζει, κοντοστέκεται.....
   Μπροστά του και λίγο χαμηλά εμφανίζεται μια μικρή καταπράσινη κοιλάδα  με το Καλαμά να έχει διαμορφώσει το σχήμα της και τα ρυάκια που κατεβαίνουν από το βουνό  να δίνουν ζωντάνια στους  διάσπαρτους νερόμυλους.
....Το βλέμμα του θα εστιάσει λίγο πιο κοντά ακριβώς από κάτω του ανάμεσα στα πουρνάρια θα ξεχωρίσει μία στέγη σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή θα ξεκινήσει αυτό που κάνει κάθε φορά όταν έρχεται και το έχει αναγάγει σε τελετουργία......Φουσκώνει τα μικρά του πνευμονία με το βορινό αεράκι που φέρνει μαζί το ποτάμι και φωνάζει: Γιαγιά Πανάγιω...Μια σιγή ακολουθεί με τη βοή του Καλάμα να προσπαθεί να την σπάσει. Οι αισθήσεις του μικρού επικεντρώνονται στο σπίτι από κάτω του ανυπομονώντας να συλλάβει την απόκριση.
«Ομπίρ Νιάτα μ’» αναδύεται, μαζί με τον καπνό από το τζάκι, στο χώρο του σπιτιού.
«Ομπίρ Νιάτα μ’»  είναι η απόκριση – καλωσόρισμα μιας μικροκαμωμένης γυναίκας που αντιπροσώπευε στα μάτια μου την εικόνα τις Ηπειρώτισσας. Μιας Ηπειρώτισσας πού ο χρόνος με σύμμαχο τις κακουχίες, τον πόνο από τα παιδιά που έχασε αλλά και αυτά που είναι στην Ξενιτιά είχαν χαράξει βαθιά με ρυτίδες το πρόσωπο της αλλά.. και την ψυχή της.
Μια Γυναίκα Μάνα Γιαγιά που ακόμα στο νου ζωντανεύει η εικόνα της να κατεβαίνει από το βουνό ζαλωμένη με ξύλα στην πλάτη της. Μόνο που εύκολα μπορείς να παρομοιάσεις αυτό το φορτίο... με τα βάσανα που την βάρυναν όλα αυτά τα σκληρά χρόνια επιβίωσης στην Ηπειρώτικη Γη.
«Ομπίρ Νιάτα μ’»...δεν ξέρω από πού προέρχεται γλωσσικά αυτή η φράση αλλά με ενδιαφέρει αυτό που αντιπροσώπευε.......το καλωσόρισμα σε μία πανδαισία  εμπειριών που απορρόφησε το μυαλό του μικρού με την βοήθεια όλων των αισθήσεων.... ζώντας στιγμές ξεγνοιασιάς στο σκηνικό μέσα και γύρο από το σπίτι της Γιαγιάς.
Εικόνεςόπου «πομπή» από ψηλά πλατάνια να κατεβαίνουν από βόρεια και ανάλογα με την εποχή τα κλαδιά τους να «ντύνονται» με απίστευτα χρώματα. Αυτά τα πλατάνια μαζί με της ιτιές να κρύβουν ανάμεσα τους.. τον Καλαμά με τα κρυστάλλινα νερά προσπαθώντας να τον ηρεμίσουν μετά από τη βίαιη πορεία του στα Στενά πίσω από την Οσδίνα.
  Τα πράσινα χωράφια με το τριφύλλι και το καλαμπόκι να χωρίζονται αρμονικά από κυπαρίσσια     στοιχισμένα σαν φρουροί συνόρων αλλά και φράκτες ανέμου. Αλλά και τα επιβλητικά βραχώδη βουνά να αναδύονται πίσω από το σπίτι (ανατολικά) και να ροδοκοκκινίζουν με τις πινελιές του Ηλιοβασιλέματος..

Μυρωδιές.. να είναι σκορπισμένες παντού. Άρωμα από το ψωμί που ψηνόταν στο σπιτάκι με το φούρνο. Ευωδιαστός συνδυασμός από τα φρούτα του μικρού κήπου κάτω από την αυλή  μαζί με την υγρασία του ποταμού ανακατεμένη με την οσμή του φρεσκοκομμένου τριφυλλιού.
Ήχοι... με τον επιβλητικό αχό του Καλαμά όπου τον χειμώνα να φτάνει στο διαπασών, ενώ την άνοιξη να συνθέτει μαζί με το κελάιδισμα των αηδονιών, το βούισμα από της μέλισσες αλλά.. και το ρυθμικό ήχο από τα κουδούνια των κατσικιών, το τέλειο δημοτικό τραγούδι.
Γεύσεις.....αχ μια παρέλαση στον ουρανίσκο με την Τρίψα (το ψωμί της Γιαγιάς βουτηγμένο στο πιάτο γεμάτο με κατσικίσιο γάλα), το μεσημεριανό φαγητό φτιαγμένο στην Γάστρα αλλά και  τον αχνιστό τραχανά να συντροφεύει τις κρύες νύχτες του χειμώνα ή το ψημένο καλαμπόκι του καλοκαιριού.
Η ζεστασιά από το τζάκι που αναψοκοκκινίζει τα μάγουλα. Το κρύο του ποταμού που κάνει σφριγηλό το κορμί καθώς κολυμπάει εναντία στα ορμητικά νερά. Αλλά και τον πόνο από κάποιο τσίμπημα μέλισσας.
Λοιπόν Ομπίρ Νιάτα μ’ αλλά...... τα νιάτα φύγανε... και η πορεία στο χρόνο μαζί με τις εμπειρίες  μεταμορφώσαμε  εκείνο το μικρό παιδάκι σε άντρα. Έναν άντρα που εάν και βρέθηκε μακριά από την ομορφιά εκείνου του τοπίου, δεν ξεθώριασαν ποτέ μέσα του εκείνες οι αναμνήσεις. Μάλιστα σήμερα κατάφερε να «ζωντανέψει»  ξανά αυτό το σπίτι δίπλα στο ποτάμι και ο καπνός από το τζάκι να υψωθεί ξανά. Για άλλη μία φορά κατηφορίζει στο μικρό μονοπάτι. στέκεται ...δεν περιμένει εκείνη την απόκριση γιατί εκείνη η γαλήνια φωνή που «υψωνόταν» για να καλωσορίσει τα εγγόνια της έχει εδώ και πολλά χρόνια  «σβήσει». Νιώθω όμως πως η ηχώ εκείνης της φωνής βρίσκεται ανακατεμένη με το Βοριαδάκι που σφυρίζει ανάμεσα στα πλατάνια Με αυτή την «ηχώ» προσπαθώ να συντονίσω  και την δική μου απόκριση προς εκείνο το παιδάκι (το γιό μου) που παίζει αμέριμνα στην αυλή του σπιτιού και φωνάζει να το συντροφέψω στο ξέγνοιαστο του παιχνίδι.......

Για την Πανάγιω................


Από αυτό το σημείο ο αυτοκινητόδρομος, αρχίζει να ελίσσεται σαν φίδι για να συναντήσει την Πλακωτή και να συνεχίσει μέχρι τα Γιάννενα
Η αβαρίτσα από τον Δονάτο (Βίλλια)





τα ρυάκια που κατεβαίνουν από το βουνό  να δίνουν ζωντάνια στους  διάσπαρτους νερόμυλους.


 «ζωντανέψε»  ξανά  το σπίτι δίπλα στο ποτάμι και ο καπνός από το τζάκι υψώνεταί ξανά




2 σχόλια:

  1. Μπράβο Λεωνίδα που με ένα τόσο μικρό κείμενο με έκανες και εμένα να θυμηθώ τα δικά μου παιδικά χρόνια με την γιαγιά μου στο χωριό,με έκανες να δω εικόνες,να θυμηθώ μυρωδιές.Συγκινήθηκα και έκλαψα.Ένα τόσο μικρό κείμενο που ήταν σαν να διάβασα ένα ολόκληρο βιβλίο.Ένα κείμενο που βγάζει μυρωδιές.Το ύφος της γραφής σου είναι τέλειο και ο μόνος που με έχει κάνει να ταξιδέψω τόσο είναι ο Ντοστογιέφσκι.Σου προτείνω να γράψεις βιβλίο.Μία φίλη και συνάδελφος της γυναίκας σου!Νικολέτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπράβο και πάλι..Δε θα μπορούσες να περιγράψεις καλύτερα την ομορφιά του χωριού και τα συναισθήματα που χαράσονται στην ψυχή από τη ζωή στο χωριό. Ελπίζω να συνεχίσεις να δημοσιέυεις παρόμοια αρθρα! Πάνος

    ΑπάντησηΔιαγραφή